- μπήγομαι
- μπήγομαι, μπήχτηκα, μπηγμένος βλ. πίν. 22
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αντεμπήγνυμαι — ἀντεμπήγνυμαι (Α) μπήγομαι μέσα σε κάποιον για να τον εκδικηθώ … Dictionary of Greek
εναποστηρίζομαι — ἐναποστηρίζομαι (Α) 1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι 2. μπήγομαι («Διογένης κισηροειδῆ τὸν ἥλιον εἰς ὅv ἀπὸ τοῡ αἰθέρος ἀκτῑνες ἐναποστηρίζονται», Στοβ.) … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
σκίμπτομαι — Α 1. μπήγομαι, καρφώνομαι 2. ωθώ προς τα εμπρός 3. πέφτω κοντά ή πάνω σε κάτι («ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ», Ιπποκρ.) 4. μτφ. καυχιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων* και την οικογένεια τού σκήπτω. Κατ άλλους … Dictionary of Greek
σφηνώνω — σφηνῶ, όω, ΝΜΑ [σφήν, ηνός] μπήγω σφήνα, στερεώνω με σφήνα νεοελλ. 1. παρεμβάλλω κάτι σφιχτά μεταξύ άλλων 2. (αμτβ.) α) κλείνω ερμητικά («το παράθυρο σφήνωσε από την υγρασία») β) παθαίνω εμπλοκή («το έμβολο σφήνωσε και δεν βγαίνει») μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
υποδιαπήγνυμαι — Α μπήγομαι κάτω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + διαπήγνυμι «μπήγω, σφηνώνω»] … Dictionary of Greek